- φεψαλώ
- -έω, Μ [φέψαλος]καίω κάτι και τό μετατρέπω σε τέφρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεψάλῳ — φέψαλος spark masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek